«Ωσαννά,
ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»Είσοδος εις Ιερουσαλήμ
Πεντέμισι αιώνες πριν, από την Είσοδο του Χριστού μας στην Ιερουσαλήμ, ο προφήτης Ζαχαρίας[1], είχε προφητεύσει αυτό το γεγονός, λέγων: «Μη φοβού, θύγατερ Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλου όνου» (Ιωάννου ιβ΄,15).
Οι Εβραίοι
αρνήθηκαν τον Χριστό, ενώ οι Ελληνιστές ειδωλολάτρες, τον δέχθηκαν. Αυτή την ερμηνεία δίνουν οι άγιοι Πατέρες της
Εκκλησίας μας και η ερμηνεία τους είναι αναμφίβολα σωστή. «Οι περισσότεροι από
τους ελληνόφωνους ειδωλολάτρες, εκείνης της εποχής, μέχρι και σήμερα, θα γίνουν
φορείς του Χριστού, (υποζύγια πίστεως) ανά τους αιώνες και θα εισέλθουν στη «Βασιλεία
Του», «την άνω Ιερουσαλήμ».
Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, την Αγία αυτή Κυριακή, που ονομάζουμε «Κυριακή των Βαΐων», έσπευσαν να προϋπαντήσουν τον Κύριο της Δόξης, να δοξάσουν τον «Υιό του Δαυίδ». Όλοι, εκείνοι που βγήκαν στους δρόμους, σείοντας τα «Βάϊα των Φοινίκων», αποτελούσαν δύο ομάδες ανθρώπων: α) Ήταν εκείνοι που είχαν δει με τα μάτια τους το θαύμα της «ανάστασης του Λαζάρου» στη Βηθανία και ομολογούσαν[3] την θεότητα του Χριστού και β) Ήσαν εκείνοι που είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ, να προσκυνήσουν στον Ναό, να επισκεφτούν συγγενείς των στην πόλη, αλλά και για να πουλήσουν ή να αγοράσουν πράγματα… οι λεγόμενοι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» και είχαν πληροφορηθεί από τους πρώτους, το θαύμα της νεκρανάστασης του αγίου Λαζάρου.
Και ιδού,
μπροστά τους ερχόταν από το Όρος των Ελαιών, πάνω στο αγνό γαϊδουράκι ο
Μεσσίας, ο Λυτρωτής, Εκείνος που με τη φωνή Του κάλεσε από τα σκοτάδια του Άδη,
τον νεκρό Λάζαρο και τον έφερε στη ζωή, τον ανέστησε και τον απάλλαξε από τη
φθορά του θανάτου!
Όλος εκείνος
ο όχλος που επευφημούσε ως Μεσσία και Λυτρωτή τον Χριστό, είχε ολοκληρωτικά
στρέψει το βλέμμα του, στον Ερχόμενο «επί πώλου όνου». Είχε «γυρίσει την πλάτη»
στους Φαρισαίους, στους ιερείς και σ’ εκείνους που έμεναν προσηλωμένοι στην
καθημερινότητα της κοινωνικής ζωής στην πόλη Ιερουσαλήμ!
Όλοι, είχαν
στρέψει τα νώτα τους κι είχαν γυρίσει τα μάτια τους προς το Όρος των Ελαιών,
απ’ όπου ερχόταν ο Θαυματουργός, ο Μεσσίας.
Τι αξία είχε πλέον η καθημερινή ζωή; Ποια αγαθά μπορούσαν να συγκριθούν με τη δωρεά της ζωής, που έκαμε ο Χριστός στον Λάζαρο; Ποιος άρχοντας, ποιος βασιλιάς, ποιος πλούσιος και τρανός, μπορούσε να συγκριθεί με τον Υιό του Δαυίδ; Οι διψασμένες ψυχές του λαού, αναζητούσαν ένα φως στο σκοτάδι της άχαρης ζωής τους, ποθούσαν να δουν με τα μάτια τους, τον Υιό του Θεού, τον αναμενόμενο, τον Μεσσία!
Η ψυχή μου,
πάντα αναζητούσε τον Νικητή του κόσμου, της ανομίας και του θανάτου, πρόβλημα
που η οικουμένη ολόκληρη, δεν μπόρεσε ποτέ να λύσει, όσο κι αν το προσπάθησε από
μόνη της.
Αυτή η
εορταστική εικόνα της χαράς, που εκδήλωσε εκείνος ο λαός της Ιερουσαλήμ, την
Κυριακή «προ του Πάσχα», με τις δοξαστικές επευφημίες, τις δυνατές ιαχές
πίστεως και χαράς… μου θυμίζουν τόσες και τόσες χαμένες ευκαιρίες, που είχα στη
ζωή μου, για να στρέψω το βλέμμα μου στον Ουρανό… περιφρονώντας τις ψευδαισθήσεις
και τις ματαιότητες αυτού του κόσμου και να στρέψω το νου μου, στον «επί πώλου
όνου» Ελθόντα Ιησού!
Η ψυχή μας πεινάει και διψά για τον ταπεινό μα ισχυρό Βασιλιά, που είναι Ταπεινός στην ισχύ Του και Ισχυρός στην ταπείνωσή Του. Σε Αυτόν, πρέπει δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων.
π. Νικόλαος
[1] Η
προφητική του δράση, προφανώς άρχισε στο δεύτερο έτος της βασιλείας του
Δαρείου, βασιλιά της Περσίας, το 520 π. Χ.
[2] Κατά Λουκάν κδ’,45.
[3]
«Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με
τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους
νεκρούς, διηγούνταν όσα είχαν δει» Ιωάν.
ιβ’,17-18.