Η
Κοίμηση της Θεοτόκου, αποτελεί την κορυφαία λατρευτική μας εκδήλωση τον μήνα
Αύγουστο. Όλος ο Ορθόδοξος Ελληνισμός γιορτάζει στις 15 Αυγούστου με ιδιαίτερη
συγκίνηση, λαμπρότητα και ευλάβεια την Κοίμηση αλλά και την «Ανάληψη» της
παναγίας Μητέρας μας, στον Ουράνιο Θρόνο της, από τον Κύριό μας και Υιό της,
Ιησού Χριστό.
Η
εορτή αυτή της Κοιμήσεως της Παναγίας μας, θεωρείται από τον ορθόδοξο Λαό μας,
ως το «Πάσχα του Καλοκαιριού» και είναι μια από τις επίσημες Αργίες της Χώρας
μας.
Σύμφωνα
με το Συναξάρι, η Ιστορία της Κοιμήσεως της Αειπαρθένου Μητέρας του Θεού, έχει
ως εξής:
Όταν
ήρθε η ώρα, της «εξόδου από την επίγεια ζωή» της Παναγίας Μητέρας, στάλθηκε
προς σ΄αυτήν και πάλι ο αρχάγγελος Γαβριήλ,για να της αναγγείλει την θέληση του
Θεού και Υιού Της και να της ανακοινώσει την θεία Κοίμησή Της.
Ενώ
προσευχόταν στο σπίτι της, στην Ιερουσαλήμ παρουσιάστηκε ο Άγγελος και της
προσέφερε ένα μικρό κλαδί από φοίνικα και της είπε: «Χαίρε κεχαριτωμένη
Μαρία. Σου φέρνω μήνυμα από τον Υιό Σου. Ήρθε η ευλογημένη ώρα, να πας κοντά
Του και να δοξαστείς όπως αρμόζει σε Σένα. Ετοιμάσου λοιπόν και σε τρεις ημέρες
θα έρθει Εκείνος (ο Υιός σου), να πάρει την τίμια και αμόλυντη ψυχή Σου».
Κατόπιν
αυτού, η Θεοτόκος, ανέβηκε στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, όπως είχε
πράξει και ο Κύριος, την νύχτα της συλλήψεώς Του από την σπείρα των στρατιωτών
και των Φαρισαίων, καθώς θέλησε να προσευχηθεί εκεί, για τελευταία φορά, πριν
από το θείο Πάθος Του.
Έτσι,
ανηφορίζοντας το μονοπάτι, προς τον Κήπο των Ελαιών, συνέβη κάτι, το απροσδόκητο:
Τα δένδρα και οι θάμνοι του δρόμου έγερναν και την προσκυνούσαν, σε ένδειξη
άπειρου σεβασμού, της υλικής Φύσης, στο θείο Μεγαλείο της Θεομήτορος!
Όταν
έφθασε στο σημείο εκείνο του Κήπου, που είχε προσευχηθεί και ο Κύριος, γονάτισε
ταπεινά, ύψωσε τα σεπτά της χέρια και ατενίζοντας τον ουρανό της Αγίας Πόλης
Ιερουσαλήμ, ευχαρίστησε τον Κύριο και Θεό μας, για την άπειρη φιλευσπλαχνία του
και την αγάπη Του για τα πλάσματά Του και τον παρακάλεσε για την Σωτηρία του
Κόσμου.
Αργότερα,
γύρισε στο σπίτι Της και άρχισε να ετοιμάζει τα απαραίτητα για την τέλεση της
κηδείας Της. Μάζεψε επίσης τους συγγενείς, τα φιλικά της πρόσωπα και τους
πρώτους πιστούς, που ήσαν από τα πρώτα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού και τους
αποκάλυψε το μήνυμα του Υιού της και Κυρίου, να την καλέσει κοντά Του.
Όταν
άκουσαν τα λόγια Της, ξαφνιάστηκαν όλοι και άρχισαν να θρηνούν το χωρισμό τους
από την Μητέρα του Κυρίου. Εκείνη τους παρηγόρησε, λέγοντάς τους πως αυτή είναι
η θέληση του Θεού και πως από την θέση Της Θεομήτορος, στον ουρανό θα πρεσβεύει
πάντοτε, για εκείνους και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Την
Τρίτη ημέρα μετά την επίσκεψη του Αρχαγγέλου, η Κυρία Θεοτόκος αφού ντύθηκε
μόνη Της, τα νεκρικά Της ενδύματα, κάλεσε και πάλι τους φίλους Της και ξάπλωσε
ήρεμα στην κλίνη Της.
Τότε
συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός: Μια δυνατή βοή ακούστηκε ολόγυρα στο σπίτι
Της, και το κάλυψε, μια φωτεινή νεφέλη. Ήταν το μυστηριώδες όχημα, που μετέφερε
από τα πέρατα της οικουμένης, τους Αγίους Αποστόλους και Μαθητές του Κυρίου,
προκειμένου να παραβρεθούν στη θεία και ιερή κοίμησή Της. Κατά τον ίδιο
τρόπο μεταφέρθηκε επίσης ο απόστολος Παύλος, ο Διονύσιος ο
Αρεοπαγίτης και ο άγιος Ιερόθεος πρώτος επίσκοπος των Αθηνών, ο άγιος Τιμόθεος
και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της Εκκλησίας.
Η
Κυρία Θεοτόκος, αφού χαιρέτισε και ευλόγησε όλους, παρέδωσε την αγία ψυχή Της
στα χέρια του Υιού Της ο Οποίος κατέβηκε από τον ουρανό για να την παραλάβει ο
Ίδιος.
Οι
συγκεντρωμένοι απόστολοι, οι προεστοί της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και ο
πιστός λαός, άρχισαν να ψάλλουν εξόδιους ύμνους στην Θεομήτορα. Ταυτόχρονα
ακούστηκε να συμψάλλει στρατιά Αγγέλων από τον Ουρανό. Η ουράνια εκείνη
μελωδία, ακούστηκε σε ολόκληρη την πόλη.
Μετά
σχηματίσθηκε νεκρική πομπή η οποία κατευθύνθηκε προς τη Γεθσημανή, όπου
ενταφιάσθηκε το τίμιο σκήνωμά Της.
Κατά
τη συγκεκριμένη Εορτή, η ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας, καθιέρωσε τον 7ο μΧ.
αιώνα, μια περίοδο πνευματικής προετοιμασίας με Νηστεία, από την 1η έως την 15η
Αυγούστου (ημέρα της εορτής).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια, δεν είναι χώρος στείρας αντιπαράθεσης, αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.