Εν μέσω της σημαντικής αύξησης του αριθμού των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων του Κορώνα-Ιού (Covid19) στη χώρα μας, τα οποία έχουν ανέλθει επισήμως μέχρι απόψε (Σάββατο 11.30) στα 66, η κατάσταση όπως και με όλα τα σοβαρά θέματα σε αυτόν τον τόπο, έχει ξεφύγει.
O νεκροθάφτης της Μακεδονίας, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ πρώτος... Τα σοφά κεφάλια της “Κουμουνδούρου”, που έθαψαν τα Νησιά του Αιγαίου μας κάτω από τις βρωμιές της Νέας Τάξης και των λυμάτων της Λαθρομετανάστευσης, βρήκαν την ευκαιρία, να ασκήσουν κριτική, και να ανακατέψουν πάλι το ορθόδοξο πλήρωμα της Εκκλησίας μας, την οποία ταλάνισαν, εξευτέλισαν και παραγκώνισαν, όσον καιρό ήσαν “Κυβέρνηση”.
Έτσι, βγήκε από την αφάνεια και ο Τσίπρας, για να μας πει, ότι: «Με αφορμή την έξαρση του Κορώνα-Ιού, στην Ελλάδα, ο κόσμος (οι χριστιανοί δηλαδή), δεν πρέπει να πηγαίνει στις εκκλησίες. Και πρέπει να γίνει σύσταση από τον ΕΟΔΥ, για την αποχή των πιστών από τη Θεία Κοινωνία.» !!
Πρόκειται δηλαδή για επανάληψη των όσων ακούγαμε κάποτε, από τα ίδια αλλοπρόσαλλα και εν συγχύσει μυαλά, των άθεων φανατικών της υλιστικής αριστεράς, με την έξαρση του HIV, από το 2004 έως το 2018, που διαγνώστηκαν μόνο στη χώρα μας 17.389 κρούσματα και έχουν καταχωρηθεί στο αρχείο HIV/AIDS , (Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδος HIV/AIDS) Πηγή: https://positivevoice.gr/
Και μέσα σε αυτό το κλίμα ήρθε η δήλωση της καθηγήτριας λοιμωξιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελένης Γιαμαρέλλου, να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα και να κάνει τους… δήθεν “προοδευτικούς” του Ψευτο-Ρωμαίϊκου, να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους.
Στη δήλωσή της, είπε ακριβώς, τα εξής: «Αδίκως έχει δημιουργηθεί ένα τέτοιο θέμα. Η Θεία Κοινωνία είναι ένα μυστήριο, όταν πηγαίνεις να λάβεις τη θεία κοινωνία δεν την παίρνεις από συνήθεια, τη λαμβάνεις γιατί είναι σώμα και αίμα Χριστού. Ή το πιστεύεις και κοινωνείς κανονικά ή δεν το πιστεύεις. Δεν υπάρχουν μεσοβέζικες λύσεις, κουταλάκια κλπ. Είμαι τελείως εναντίον αυτών. Αν το πιστεύουμε, δεν προκαλούμε την τύχη μας. Αν πιστεύω ότι αυτό μπορεί να με μολύνει, τότε δεν πιστεύω στο μεγαλύτερο μυστήριο. Τα άτομα που θέλουν να κοινωνήσουν δεν πρέπει να φοβούνται ότι από τη Θεία Κοινωνία μπορεί να μεταδοθεί ποτέ μικρόβιο». Και συνέχισε, «θα κοινωνήσω με πίστη στον Θεό ότι δεν κολλάω, όταν συμμετέχω σε ένα τέτοιο μεγάλο μυστήριο. Σας λέω αυτό που θα κάνω για τον εαυτό μου και το πιστεύω για όλους».
Ε, αυτό ήταν… άναψαν οι συζητήσεις και οι διαφωνίες! Αποτέλεσμα; Ο κόσμος και ιδιαίτερα ο πιστός θεοσεβούμενος Ελληνικός Ορθόδοξος Λαός, να περιέλθει σε αμηχανία και σύγχυση!
Θέλοντας να απαντήσω κι εγώ στα πνευματικά μου παιδιά, που ζήτησαν την άποψή μου, παραθέτω στη συνέχεια, μια γνήσια ομολογία ενός πρώην λεπρού, που μιλά για τον παπά των αποκυρηγμένων λεπρών της Σπιναλόγκα, ενός νησιού στο Νομό Λασιθίου, στην Κρήτη. Διαβάστε το, και τα συμπεράσματα δικά σας!
“ Ήμουνα λεπρός. Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η κατάστασή μας ήταν φρικτή. Η αρρώστια παραμόρφωνε τα πρόσωπά μας, έτρωγε τα άκρα μας. Πολλοί λεπροί ήταν χωρίς φρύδια, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, χωρίς χείλη, χωρίς δάκτυλα χεριών και ποδιών. Πολλών το σώμα σκεπαζόταν από μια φρικτή κρούστα. Οι πληγές ξερνούσαν πολλές φορές ακαθαρσίες και έτσι κολλούσε το σώμα με τα ρούχα. Και είχαν οι πληγές μια τρομερή βρώμα από πύο!
Η ιατρική περίθαλψη ήταν ασήμαντη. Υπήρχε στο νησί ένας γιατρός και ήμαστε οι άρρωστοι περίπου εξακόσιοι! Και δεν έφταναν αυτά. Ζούσαμε οι περισσότεροι σε σπίτια μικρά, υγρά και ανήλια.
Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ήταν τούτο κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις τους. Δεν μπορούσε η ψυχή να νικήσει τη σάρκα.
Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί της φρίκης λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Φεύγοντας έκλειναν την πελώρια πύλη του βενετσιάνικου τείχους, που χώριζε την αποβάθρα από το χωριό μας. Και μέναμε οι λεπροί ολομόναχοι. Συντροφιά με τη μοίρα μας! Η απομάκρυνσή τους βέβαια από το νησί ήταν δικαιολογημένη. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.
Τις δύσκολες ώρες όλοι μας, όταν δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι με τα μάτια καρφωμένα στο συνάνθρωπό μας, γονατιστοί στρέφομε τα μάτια μας προς τα άνω. Και εμείς, βρισκόμενοι στη Σπιναλόγκα, στο Γολγοθά του ανθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχόμαστε σιωπηλά. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη. Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί, για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη.
Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια.
Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ο,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψη μας! Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ο,τι απέμενε από τη μετάληψη μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.
Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας όχι μόνο την αγάπη της γλυκύτητας, αλλά και την αγάπη της ευποιίας. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο τηρώντας το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. ΣΤ´, 3).
Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο, κατά κόσμον Ματθαίο Κατσουλογιαννάκη που γεννήθηκε στα Έξω Μουλιανά της Επαρχίας Σητείας στις 15 Ιουλίου 1893. Παρακολούθησε μαθήματα της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου χωρίς να πάρει απολυτήριο. Ο επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος τον έκρινε μοναχό το 1911 και τον τοποθέτησε στη Μονή Τοπλού. Στις 20 Ιανουαρίου τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο και στις 26 Σεπτεμβρίου 1920 ιερομόναχο. Το 1941, έπειτα από αίτησή του, ο επίσκοπός του Φιλόθεος Μαζοκοπάκης τον μετέθεσε στην Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Εξεδήμησε εις Κύριον στις 3 Απριλίου 1972 και ενταφιάσθηκε στη Μονή Τοπλού.”
Λοιπόν, θα μείνουμε χωρίς τον Χριστό (Θεία Κοινωνία) φοβούμενοι; Κι αν έρθει κάποιος διωγμός από κάποιον αντίχριστο διώκτη των Χριστιανών, θα αποταχθούμε τον Χριστό... φοβούμενοι; Ποια αξία έχει τώρα ή θα έχει τότε, η ζωή μας;
π. Νικόλαος
O νεκροθάφτης της Μακεδονίας, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ πρώτος... Τα σοφά κεφάλια της “Κουμουνδούρου”, που έθαψαν τα Νησιά του Αιγαίου μας κάτω από τις βρωμιές της Νέας Τάξης και των λυμάτων της Λαθρομετανάστευσης, βρήκαν την ευκαιρία, να ασκήσουν κριτική, και να ανακατέψουν πάλι το ορθόδοξο πλήρωμα της Εκκλησίας μας, την οποία ταλάνισαν, εξευτέλισαν και παραγκώνισαν, όσον καιρό ήσαν “Κυβέρνηση”.
Έτσι, βγήκε από την αφάνεια και ο Τσίπρας, για να μας πει, ότι: «Με αφορμή την έξαρση του Κορώνα-Ιού, στην Ελλάδα, ο κόσμος (οι χριστιανοί δηλαδή), δεν πρέπει να πηγαίνει στις εκκλησίες. Και πρέπει να γίνει σύσταση από τον ΕΟΔΥ, για την αποχή των πιστών από τη Θεία Κοινωνία.» !!
Πρόκειται δηλαδή για επανάληψη των όσων ακούγαμε κάποτε, από τα ίδια αλλοπρόσαλλα και εν συγχύσει μυαλά, των άθεων φανατικών της υλιστικής αριστεράς, με την έξαρση του HIV, από το 2004 έως το 2018, που διαγνώστηκαν μόνο στη χώρα μας 17.389 κρούσματα και έχουν καταχωρηθεί στο αρχείο HIV/AIDS , (Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδος HIV/AIDS) Πηγή: https://positivevoice.gr/
Και μέσα σε αυτό το κλίμα ήρθε η δήλωση της καθηγήτριας λοιμωξιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελένης Γιαμαρέλλου, να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα και να κάνει τους… δήθεν “προοδευτικούς” του Ψευτο-Ρωμαίϊκου, να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους.
Στη δήλωσή της, είπε ακριβώς, τα εξής: «Αδίκως έχει δημιουργηθεί ένα τέτοιο θέμα. Η Θεία Κοινωνία είναι ένα μυστήριο, όταν πηγαίνεις να λάβεις τη θεία κοινωνία δεν την παίρνεις από συνήθεια, τη λαμβάνεις γιατί είναι σώμα και αίμα Χριστού. Ή το πιστεύεις και κοινωνείς κανονικά ή δεν το πιστεύεις. Δεν υπάρχουν μεσοβέζικες λύσεις, κουταλάκια κλπ. Είμαι τελείως εναντίον αυτών. Αν το πιστεύουμε, δεν προκαλούμε την τύχη μας. Αν πιστεύω ότι αυτό μπορεί να με μολύνει, τότε δεν πιστεύω στο μεγαλύτερο μυστήριο. Τα άτομα που θέλουν να κοινωνήσουν δεν πρέπει να φοβούνται ότι από τη Θεία Κοινωνία μπορεί να μεταδοθεί ποτέ μικρόβιο». Και συνέχισε, «θα κοινωνήσω με πίστη στον Θεό ότι δεν κολλάω, όταν συμμετέχω σε ένα τέτοιο μεγάλο μυστήριο. Σας λέω αυτό που θα κάνω για τον εαυτό μου και το πιστεύω για όλους».
Ε, αυτό ήταν… άναψαν οι συζητήσεις και οι διαφωνίες! Αποτέλεσμα; Ο κόσμος και ιδιαίτερα ο πιστός θεοσεβούμενος Ελληνικός Ορθόδοξος Λαός, να περιέλθει σε αμηχανία και σύγχυση!
Θέλοντας να απαντήσω κι εγώ στα πνευματικά μου παιδιά, που ζήτησαν την άποψή μου, παραθέτω στη συνέχεια, μια γνήσια ομολογία ενός πρώην λεπρού, που μιλά για τον παπά των αποκυρηγμένων λεπρών της Σπιναλόγκα, ενός νησιού στο Νομό Λασιθίου, στην Κρήτη. Διαβάστε το, και τα συμπεράσματα δικά σας!
“ Ήμουνα λεπρός. Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η κατάστασή μας ήταν φρικτή. Η αρρώστια παραμόρφωνε τα πρόσωπά μας, έτρωγε τα άκρα μας. Πολλοί λεπροί ήταν χωρίς φρύδια, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, χωρίς χείλη, χωρίς δάκτυλα χεριών και ποδιών. Πολλών το σώμα σκεπαζόταν από μια φρικτή κρούστα. Οι πληγές ξερνούσαν πολλές φορές ακαθαρσίες και έτσι κολλούσε το σώμα με τα ρούχα. Και είχαν οι πληγές μια τρομερή βρώμα από πύο!
Η ιατρική περίθαλψη ήταν ασήμαντη. Υπήρχε στο νησί ένας γιατρός και ήμαστε οι άρρωστοι περίπου εξακόσιοι! Και δεν έφταναν αυτά. Ζούσαμε οι περισσότεροι σε σπίτια μικρά, υγρά και ανήλια.
Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ήταν τούτο κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις τους. Δεν μπορούσε η ψυχή να νικήσει τη σάρκα.
Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί της φρίκης λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Φεύγοντας έκλειναν την πελώρια πύλη του βενετσιάνικου τείχους, που χώριζε την αποβάθρα από το χωριό μας. Και μέναμε οι λεπροί ολομόναχοι. Συντροφιά με τη μοίρα μας! Η απομάκρυνσή τους βέβαια από το νησί ήταν δικαιολογημένη. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.
Τις δύσκολες ώρες όλοι μας, όταν δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι με τα μάτια καρφωμένα στο συνάνθρωπό μας, γονατιστοί στρέφομε τα μάτια μας προς τα άνω. Και εμείς, βρισκόμενοι στη Σπιναλόγκα, στο Γολγοθά του ανθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχόμαστε σιωπηλά. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη. Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί, για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη.
Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια.
Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ο,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψη μας! Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ο,τι απέμενε από τη μετάληψη μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.
Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας όχι μόνο την αγάπη της γλυκύτητας, αλλά και την αγάπη της ευποιίας. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο τηρώντας το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. ΣΤ´, 3).
Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο, κατά κόσμον Ματθαίο Κατσουλογιαννάκη που γεννήθηκε στα Έξω Μουλιανά της Επαρχίας Σητείας στις 15 Ιουλίου 1893. Παρακολούθησε μαθήματα της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου χωρίς να πάρει απολυτήριο. Ο επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος τον έκρινε μοναχό το 1911 και τον τοποθέτησε στη Μονή Τοπλού. Στις 20 Ιανουαρίου τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο και στις 26 Σεπτεμβρίου 1920 ιερομόναχο. Το 1941, έπειτα από αίτησή του, ο επίσκοπός του Φιλόθεος Μαζοκοπάκης τον μετέθεσε στην Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Εξεδήμησε εις Κύριον στις 3 Απριλίου 1972 και ενταφιάσθηκε στη Μονή Τοπλού.”
Λοιπόν, θα μείνουμε χωρίς τον Χριστό (Θεία Κοινωνία) φοβούμενοι; Κι αν έρθει κάποιος διωγμός από κάποιον αντίχριστο διώκτη των Χριστιανών, θα αποταχθούμε τον Χριστό... φοβούμενοι; Ποια αξία έχει τώρα ή θα έχει τότε, η ζωή μας;
π. Νικόλαος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια, δεν είναι χώρος στείρας αντιπαράθεσης, αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.