Κάποτε, ένας πραματευτής, που εμπορευόταν είδη ραπτικής, στα χωριά της Ηπείρου,
γυρίζοντας τους μαχαλάδες, με το γαϊδουράκι του, προμηθεύοντας υλικά, τις κυράδες για τα εργόχειρα τους, με
την πραμάτεια του.
Κάποιοι, σε
ένα χάνι που σταμάτησε να διανυκτερεύσει, του είπαν, ότι βορειότερα από τα
χωριά τους, είναι κάποια πλούσια μεγαλοχώρια, όπου θα μπορούσε να κάμει πολλές πωλήσεις
και σε «ανεβασμένες» τιμές. Τους άκουσε
προσεκτικά και πήρε την απόφαση, να ταξιδέψει μέχρις εκείνα τα πλούσια χωριά κι ας
ήταν πολύς ο δρόμος!
Μόλις έφτασε
εκεί, όπου του είχαν πει, είδε τον πλούτο των μεγάλων σπιτιών, τους ευρύχωρους
δρόμους, τα κατάσπαρτα χωράφια και σκέφθηκε πως εδώ θα ξεπουλούσε όλο του, το
εμπόρευμα και σύντομα θα γυρνούσε γεμάτος τάλιρα, στο φτωχικό του.
Παρατηρητικός
καθώς ήταν, λόγω της δουλειάς του, δεν άργησε πολύ να διαπιστώσει πως "κάτι
παράξενο συμβαίνει σ’ αυτό κεφαλοχώρι που ήρθε".
Όλοι οι κάτοικοι, ήταν δεμένοι με αλυσίδες στα πόδια. Περπατούσαν σύροντας βαριές μπάλες από σίδερο, που ήσαν δεμένες στο δεξί πόδι τους. Πήγαιναν όπου ήθελαν μέσα στο χωριό, δούλευαν,
διασκέδαζαν, έτρωγαν τα εκλεκτά φαγητά τους, έκαναν τα ψώνια τους, και φαίνονταν
πολύ ευχαριστημένοι. Όμως οι αλυσίδες
και οι σιδερένιες μπάλες, τους ακολουθούσαν, πιστά, σαν σκυλιά!
Ο άνθρωπός μας,
ανησύχησε κάπως και σκέφτηκε: «Αν μου βάλουν αλυσίδες… αλίμονό μου! Τί θα κάνω;».
Δεν
πρόφθασε να το σκεφθεί και να, οι χωροφύλακες εμφανίστηκαν ξαφνικά και
βλέποντάς τον ελεύθερο και χωρίς αλυσίδες, αμέσως τον συνέλαβαν και του
φόρεσαν αμέσως στο πόδι, χωρίς να του πουν τίποτε, τον χαλκά με το μεταλλικό
βάρος.
Σε αυτό το
δυσάρεστο και αναπάντεχο συμβάν, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, έπεσε σε
μεγάλη λύπη και απελπίστηκε, καθώς σκέφτηκε ότι, δεν θα γύριζε ποτέ στο σπιτικό
του.
Σέρνοντας
κι αυτός τα δεσμά του, μπήκε σε ένα καπηλειό κι έκατσε μαζί με άλλους δεσμώτες,
ρωτώντας τους, «τί συμβαίνει και είναι όλοι τους, σε δεσμά;» Του είπαν ότι, στο μεγαλοχώρι τους, η Δημοτική Αρχή, εδώ και πολλά χρόνια, έχει δώσει την εντολή: «Όλοι οι κάτοικοι, να
φορούν δεσμά στα πόδια τους, να μην φεύγουν ποτέ έξω από τα όρια του Χωριού τους,
να υποτάσσονται στους κανόνες της Διοίκησης και τότε, ως ανταπόδοση στην
συνεργασία τους με τις Αρχές, θα απολαμβάνουν μια πλούσια, όμορφη, δίχως
προβλήματα, άνετη και ευτυχισμένη ζωή!»
Αυτοί, του
απάντησαν: « Σύμφωνα παλιές παραδόσεις και λόγια των γερόντων, πότε-πότε
εμφανίζεται ένας καλόγερος, στους δρόμους του Χωριού, που δεν έχει σίδερο στα
πόδια και είναι ελεύθερος. Λέει πως, «ξέρει
πώς να ελευθερωθεί»!
«Μάλλον θα
είναι δύσκολο να ελευθερωθώ» σκέφτηκε ο γυρολόγος, «ίσως, μπορέσω να δω. Κάποια
φορά, αυτόν τον καλόγερο».
Μετά από
κάποια χρόνια κάτω από αυτή την ιδιότυπη σκλαβιά και βουτηγμένος στην απελπισία
του, ο έμπορος, είδε έναν καλόγερο, που περπατούσε ελεύθερα στο δρόμο της αγοράς,
εκεί ανάμεσα στους δεσμώτες. Ήταν κάτι,
το πολύ παράξενο, όλη αυτή η εικόνα, καθώς μάλιστα, κανείς δεν έδινε σημασία σ’
αυτόν τον φτωχό και ταπεινό γέροντα!
Συλλογίστηκε
για λίγο και μετά ξεκαθάρισε στο νου του, πως αυτός θα είναι ο μυστηριώδης
καλόγερος, που είναι ελεύθερος! «Παππούλη μου, γέροντα μου…!» φώναξε δυνατά, σηκώθηκε από το παγκάκι που
καθόταν, και τρέχοντας, τον πλησίασε. «Θέλω
να με βοηθήσεις, παππούλη μου», του είπε τρέμοντας, «θέλω να με ελευθερώσεις,
από αυτά τα δεσμά, που απέκτησα, καθώς πάτησα το πόδι μου, σε τούτον τον τόπο»!
Ο
καλόγερος, τον κοίταξε μέσα στα μάτια με στοργή και του είπε: «Καλό μου παιδί,
εσύ θα αποφασίσεις, πότε θέλεις να ελευθερωθείς. Σκέψου βαθιά, μέσα στο είναι
σου και με αποφασιστηκότητα, πες δυνατά «Θέλω να ελευθερωθώ!» και θα
ελευθερωθείς, αμέσως!»
Ο άνθρωπός μας,
απόρησε με το λόγο που άκουσε: «Μα τόσο εύκολο είναι;» μονολόγησε και σκέφτηκε,
πως, δεν είχε άλλη λύση, για να αποκτήσει την πολυπόθητη ελευθερία του.
Αμέσως,
γονάτισε εμπρός στον Γέροντα αυτόν και έκλεισε τα μάτια του, αναλογίστηκε όλα
τα παθήματά του και όσα έζησε σαν δέσμιος στον καταραμένο εκείνο τόπο και είπε,
ψιθυριστά: «Θέλω βαθιά μέσα μου, να ελευθερωθώ από αυτά τα δεσμά, που θλίβουν
την ψυχή μου και ταλαιπωρούν το σώμα μου. Ας γίνει, αυτός οι αλυσίδες να κοπούν
και τούτη η ασήκωτη σιδερένια μπάλα, να κυλίσει μακρυά μου, ως τα βράχια της θάλασσας!»
Και… ω Θεέ μου! Αμέσως έπεσαν από το πόδι του, οι αλυσίδες
και κύλισαν στο δρόμο, έξω από το Κεφαλοχώρι εκείνο, τον τόπο της βασάνου!
Εκστατικός,
κοίταξε με δάκρυα στα μάτια, τον Γέροντα, που στεκόταν όρθιος μπροστά του,
ξέσπασε σε αναφιλητά και ύστερα είπε στον καλόγερο: « καλέ μου Γέροντα, ποιο
είναι το μυστικό όλης αυτής της ταλαιπωρίας των δεσμών, που υπέφερα στη παράξενη
αυτή Χώρα;»
«Η Χώρα αυτή,
δεν είναι σαν όλες όσες ήξερες μέχρι τώρα», απάντησε ο γέροντας, «γιατί, όσοι
φτάνουν εδώ, σκέφτονται να ζήσουν καλά, να κερδίζουν περισσότερα και από την
επιθυμία τους αυτή, γίνονται από μόνοι τους κρατούμενοι! Γι αυτό και απελευθερώνονται από τη σκλαβιά,
μόνο αφού το σκεφτούν καλά, μετανοιώσουν για την επιλογή τους και πάρουν την
απόφαση να με «ρωτήσουν», πώς μπορούν να ελευθερωθούν! Εσύ, γι αυτό σώθηκες και ελευθερώθηκες, γιατί
πίστεψες στα λόγια μου! Αλλά εκείνοι που
δεν με πιστεύουν, παραμένουν δέσμιοι στην πόλη αυτή και δεν μπορώ να τους βοηθήσω!
Λυπάμαι γι αυτό, πάρα πολύ!», είπε ο καλόγερος και χάθηκε γρήγορα στο βάθος του
δρόμου, μέσα στη σκόνη, που σήκωναν με τις αλυσίδες τους, οι κάτοικοι της Κωμόπολης εκείνης.
π.Νικόλαος
Ιω.
8,31 Προς αυτούς, λοιπόν, τους Ιουδαίους
που είχαν πιστεύσει, είπε ο Ιησούς και τα εξής· “εάν σεις μείνετε ακλόνητοι
εις την διδασκαλία μου και την εφαρμόζετε εις την ζωήν σας, τότε θα είσθε
αληθινοί μαθηταί μου
Ιω.
8,32 και θα γνωρίσετε, όχι μόνον από την
διδασκαλία μου, αλλά και από την προσωπικήν σας πείρα, την αλήθειαν και η
αλήθεια θα σας ελευθερώσει από την τυραννία και τον θάνατον, που φέρνει η
αμαρτία”.
Ιω.
8,33 Εκείνοι δεν κατάλαβαν το νόημα των
λόγων του, ενόμισαν ότι τους αποκαλεί δούλους ξένων κατακτητών, και με έξαψιν
είπον· “ημείς είμεθα απόγονοι του Αβραάμ προωρισμένοι να κατακτήσωμεν τον
κόσμον και ποτέ έως τώρα δεν εγίναμε δούλοι σε κανέναν. Πως, λοιπόν, συ λέγεις
ότι θα γίνετε ελεύθεροι;” (Και έλεγον αυτά λησμονούντες ότι το έθνος των, είχε
παρασειρθεί στην ανομία, την αμαρτία και την κρεπάλη).
Ιω.
8,34
Τους
απήντησεν ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω ότι κάθε ένας, που πράττει την αμαρτία και
μένει αμετανόητος εις την αμαρτίαν, είναι δούλος της αμαρτίας.
Ιω.
8,31 Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς
πεπιστευκότας αὐτῷ · ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε,
Ιω. 8,32 καὶ
γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.
Ιω. 8,33
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς
σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε;
Ιω. 8,34 ἀπεκρίθη
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς
ἁμαρτίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια, δεν είναι χώρος στείρας αντιπαράθεσης, αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.