«Έχω κι Εγώ, τώρα… ραντεβού»!


Ένας καλός και αγαθός μοναχός, ερημίτης, προσευχόταν με θέρμη και αγωνιζόταν πολύ σκληρά στον πνευματικό αγώνα.  Κάποτε άκουσε για κάποιον παλαιό ασκητή, που αξιώθηκε να συναντήσει τον Θεό, από κοντά, μέσα στην Ουράνια δόξα Του!   Άρχισε λοιπόν, να ζητά στις πολύωρες προσευχές του, να ζητά από τον Θεό, να δει κι αυτός το Φως της Δόξης Του!
Κάποια φορά, μετά από μια μακρά γονυκλισία, είδε έκπληκτος, εμπρός του, έναν Άγγελο, ο οποίος του είπε: «Καλέ μου, μοναχέ, ο Κύριος άκουσε τις προσευχές σου και θέλει να σου δείξει την Δόξα και την Μεγαλοσύνη Του. Αύριο λοιπόν, πολύ νωρίς το πρωί, να πορευτείς το βουνό, που είναι πίσω από το καλύβι σου και σαν φτάσεις στην κορυφή του, περίμενε και θα σου εμφανιστεί, ο κύριος και Θεός του Σύμπαντος Κόσμου», είπε ο Άγγελος του Θεού και εξαφανίστηκε!
Την επομένη ημέρα ο ερημίτης σηκώθηκε πολύ πρωί-πρωί και κοίταξε προς τον ουρανό και ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα του, στην κορυφή του βουνού, που υψωνόταν από το πίσω μέρος της καλύβας του.  Είδε ότι ήταν λίγο μεγάλη η απόσταση, μέχρι την κορυφή, αλλά βλέποντας ότι ήταν καλός ο καιρός με λιακάδα και δροσερό αεράκι, πήρε χαρούμενος το μονοπάτι που θα τον έβγαζε στην κορυφή του βουνού, ψάλλοντας μάλιστα, το «Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».

Ενώ βάδιζε, με κάποια δυσκολία το ανηφορικό μονοπάτι, που ξετυλιγόταν φιδίσιο εμπρός του, συνάντησε στα ριζά ενός βράχου, έναν νέον στην ηλικία, που είχε πέσει από το άλογό του, και βρισκόταν πεσμένος μέσα στα αγκάθια, πληγωμένος και αδύναμος από την εξάντληση.  Τον είδε, ο μοναχός, τον πλησίασε τον συμπόνεσε και τον ρώτησε, πώς συνέβει το κακό!  Ο νέος, του είπε για το πέσιμο του, τα κτυπήματά του, το αίμα που έχασε και όσα συνέβησαν, με κάθε λεπτομέρεια. Τέλος, του ζήτησε να τον βοηθήσει να επιστρέψει στο σπίτι του, να μπορέσει να ξαπλώσει σε κρεβάτι και να περιποιηθεί τις πληγές του, η γυναίκα του. 
«Λυπάμαι, καλέ μου αδελφέ» του είπε με περισσή κατανόηση «αλλά, βιάζομαι να φθάσω ψηλή στην κορυφή του βουνού, γιατί έχω να συναντήσω τον Θεό, εκεί ψηλά και δεν μπορώ να τον αφήσω να περιμένει, πρόκειται για ένα ιερό ραντεβού», πρόσθεσε και αφήνοντάς τον, συνέχισε το δρόμο του.

Λίγο πιο μετά, συνάντησε μια γυναίκα που έκλαιγε με λυγμούς, έχοντας αγκαλιά το άρρωστο παιδί της.  Παραξενεύτηκε καθώς την είδε και πλησίασε.  «Βοήθησέ με, άγιε του Θεού, σε παρακαλώ» του είπε.  «Τί έχει το παιδί;» τη ρώτησε με όμορφο τρόπο κι έσκυψε να δει το πρόσωπο του παιδιού.  Το είδε ωχρό, με αδύναμο βλέμμα, εντελώς ανήμπορο. «Παππούλη μου» του είπε η γυναίκα «είναι νηστικό μέρες τώρα. Είμαστε μόνοι σε αυτόν τον τόπο. Φύγαμε κυνηγημένοι από τα χωριά μας, να γλυτώσουμε από τους ανελέητους εγκληματίες στρατιώτες, που ληστεύουν τον κόσμο, βιάζουν, κρεμούν, καίνε σπίτια και αποκεφαλίζουν ανθρώπους. Δεν έχουμε να καταφύγουμε πουθενά».  
Ο μοναχός, έβγαλε το ψωμί που είχε στο σακούλι του, τις ελιές και δυο ντομάτες, που είχε πάρει μαζί του, για το δρόμο και της είπε:  «Καλή μου γυναίκα, πόσο λυπάμαι, που δεν έχω χρόνο, να σας περιμαζώξω στο μικρό σπιτάκι που έχω για αποθήκη, κοντά στο καλύβι μου.  Ο Θεός, ξέρει πόσο θα ήθελα να σας φανώ χρήσιμος, αλλά αυτή την ώρα, έπρεπε να είμαι κοντά στην κορυφή αυτού του βουνού, για να τον συναντήσω. Έχω συνάντηση μαζί Του. Δεν γίνεται να μην είμαι στην ώρα μου, σε αυτό το μοναδικό ραντεβού!», είπε  αφήνοντάς της  το φαγητό του, έφυγε για να προλάβει, να είναι στην ώρα του…»!

Το μονοπάτι όσο πήγαινε κι ανηφόριζε. Κάθιδρος και κατάκοπος, αγωνιώντας μη τυχών και αργήσει, προσπάθησε να βαδίζει πιο γρήγορα, αλλά εκεί που το μονοπάτι έγινε πιο δύσκολο, είδε κάποιον ηλικιωμένο με φανερή εξάντληση, που κρατούσε ένα σταμνί. Σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό, του έριξε ένα γρήγορο βλέμμα, του χαμογέλασε… κι ο γέρος, του πρότεινε τη στάμνα, λέγοντάς του:  «Πάω να γεμίσω το σταμνί, καθαρό νερό από την πηγή, πιο πάνω, αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Σε παρακαλώ, πήγαινε να μου το γεμίσεις.  Ο καλοκάγαθος ασκητής μοναχός, προς στιγμή σκέφτηκε να πάρει τη στάμνα, να την γεμίσει νερό από την πηγή.  Άλλωστε, πόση ώρα θα έκανε; Η πηγή ήταν μισό μίλι μακρυά!  «Αλλά, είναι λογικό να χάσω το ραντεβού μου, με τον Κύριο, για να γεμίσω με νερό τη στάμνα αυτή;» σκέφτηκε και είπε στον γέροντα: «Κάνε υπομονή, καλέ μου άνθρωπε, έχω κλείσει μια συνάντηση σαν ραντεβού ένα πράγμα, με τον Κύριο και Θεό μας, στην κορυφή αυτού του βουνού και δεν θέλω, ή μάλλον δεν πρέπει να αργήσω»!

Συνεχίζοντας το δρόμο του, έφτασε επιτέλους στην κορυφή του βουνού.  Εκεί υπήρχε μια μικρή, ταπεινή καλύβα, που στα παλαιότερα χρόνια, ήταν το ασκητήριο ενός αγίου.  Εκεί απέξω, σε ένα πεζούλι, έκατσε να ξαποστάσει ο μοναχός μας, περιμένοντας να «φανεί» ο Κύριος!  Όταν ξελαχάνιασε και συνήλθε κάπως, αναρωτήθηκε «μα γιατί, αργεί τόσο ο Κύριος, στο ραντεβού μας;»  Σηκώθηκε, και πλησιάζοντας την πόρτα της καλύβας, είδε να είναι κρεμασμένο ένα σημείωμα, που έγραφε:  «Συγχώρεσε με, που δεν είμαι εδώ, για το ραντεβού μας.  Πήγα να συντρέξω «εκείνους» που δεν βοήθησες εσύ, ερχόμενος στο ραντεβού».

π. Νικόλαος

(διασκευή: π.Νικόλαος Κάρμης, από διήγηση του Γεροντικού)



Share:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια, δεν είναι χώρος στείρας αντιπαράθεσης, αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.

Προσφατες Δημοσιευσεις

Προτεινομενα Posts

Φιλοι Αναγνωστες

s

https://gifer.com/en/ODF5

ΑναγνΩστες

ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΡΘΡΩΝ

Ordered List

  1. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetuer adipiscing elit.
  2. Aliquam tincidunt mauris eu risus.
  3. Vestibulum auctor dapibus neque.

Pages

Unordered List

  • Lorem ipsum dolor sit amet, consectetuer adipiscing elit.
  • Aliquam tincidunt mauris eu risus.
  • Vestibulum auctor dapibus neque.

Support

Need our help to upload or customize this blogger template? Contact me with details about the theme customization you need.